- βόλι
- το (Μ βόλι[ο]ν)σφαίρα, βλήμαμσν.ζάρι κύβος.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του αρχ. βόλος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βόλι — το σφαίρα φορητού όπλου: Εχθρικό βόλι τον χτύπησε θανάσιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περ(ι)βόλι — το 1. κήπος, κτήμα: Μόν ήσυχα ο Τηλέμαχος ορίζει τα περβόλια (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 2. μτφ., ευχάριστος, απολαυστικός: Αυτός έχει καρδιά περιβόλι. (ειρων.), «Μου κανες την καρδιά περιβόλι», με λύπησες πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρασοβόλι — το (Μ κρασοβόλιον και κρασοβόλιν) ποσότητα κρασιού που συνοδεύει το γεύμα τών μοναχών στα μοναστήρια νεοελλ. 1. κρασί 2. άφθονη πόση κρασιού, μεθοκόπι μσν. κρασοπότηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + βόλι(ν) (< βόλιον < βόλος < βάλλω), πρβλ.… … Dictionary of Greek
αστραπόβολο — και βόλι, το και βολος, ο 1. αλλεπάλληλες αστραπές 2. ο κεραυνός 3. αερόλιθος που προέρχεται από κεραυνό σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + βόλι < μσν. βόλιον, υποκορ. του αρχ. βόλος < βάλλω. Κατά το αστραπόβολο αστραποβόλι … Dictionary of Greek
κτηνοβόλιν — κτηνοβόλιν, τὸ (Μ) άθροισμα κτηνών, κοπάδι ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + βόλιν < βόλι(ον), που συχνά εμφανίζεται με τη σημ. «πλησμονή» (< βόλιον, υποκορ. τού βόλος), πρβλ. αστραπο βόλι] … Dictionary of Greek
παιδοβόλι — το πολλά παιδιά μαζί συγκεντρωμένα, συρροή παιδιών, παιδομάνι, παιδολόι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + βόλι (< βάλλω), πρβλ. αγκυρο βόλι] … Dictionary of Greek
αβολίδωτος — η, ο [βολιδωτός] ο δίχως βολίδα, δίχως βόλι, άσφαιρος … Dictionary of Greek
αγριελοβόλι — και αγριλοβόλι, το πλήθος από άγριες ελιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγριελιά + περιεκτική κατάλ. βόλι] … Dictionary of Greek
ακροβόλι — το μολυβένιο βαρίδι που κρεμούν στην πετονιά, κοντά στο τελευταίο αγκίστρι, για να βυθίζεται μέσα στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + βόλι] … Dictionary of Greek
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek